- ἐπῳάσεως
- ἐπῳάσεω̆ς , ἐπῴασιςsitting on eggsfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οροεξασθένηση — η ιατρ. οροθεραπεία που εφαρμόζεται για να εξασθενήσει τις εκδηλώσεις μιας λοιμώδους νόσου η οποία βρίσκεται ήδη σε περίοδο επωάσεως … Dictionary of Greek